- Υδατοσύδνη
- ἡ, Αόνομα μιας από τις Νηρηίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μιας από τις Νηρηίδες, η οποία εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, ὕδατος και ως δεύτερο συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. -ύδνη, ο οποίος απαντά και στη λ. ἁλοσύδνη* και συνδέεται, κατά μία άποψη, με τους τ.: ὕδνηςεἰδώς, ἔμπειρος και ὕδναιἔγγονοι, σύντροφοι, ενώ, κατ' άλλη άποψη, με το θ. τής λ. ὕδωρ (βλ. λ. ἁλοσύνδη). Η ύπαρξη τού τ. ὑδατοσύδνη, ο οποίος εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, δυσχεραίνει την αποδοχή τής σύνδεσης τού β' συνθετικού -ύδνη με τη λ. ὕδωρ].
Dictionary of Greek. 2013.